Τσαλαβούτας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Τσαλαβούτας < τσαλαβούτας
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /t͡sa.laˈvu.tas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Τσα‐λα‐βού‐τας
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΤσαλαβούτας αρσενικό (θηλυκό Τσαλαβούτα)
Δείτε επίσης : τσαλαβούτας |
Τσαλαβούτας αρσενικό (θηλυκό Τσαλαβούτα)