τσαλαβουτώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τσαλαβουτώ < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
επεξεργασίατσαλαβουτώ
- δρασκελίζω ή βουτάω σε ρηχά νερά
- τσαλαβούταγαν μες το βούρκο όλο το απόγευμα προσπαθώντας να τραβήξουν έξω την κολημμένη βάρκα
- χοροπηδάω ή βουτάω παίζοντας σε ρηχά νερά
- τα παιδιά τσαλαβουτάνε και κυνηγιούνται ασταμάτητα στην παραλία