Ετυμολογία

επεξεργασία
χοροπηδάω < χοροπηδ(ώ) + -άω < χορο- (< χορεύω) + πηδώ

χοροπηδάω/χοροπηδώ, πρτ.: χοροπηδούσα/χοροπήδαγα, αόρ.: χοροπήδησα (χωρίς παθητική φωνή)

  1. κάνω επανειλημμένα πηδήματα επί τόπου, σαν να χορεύω
  2. (κατ’ επέκταση) εκδηλώνω τη χαρά μου
      Χοροπηδάω απ' τη χαρά μου που κέρδισα το λαχείο!

Συγγενικά

επεξεργασία

 και δείτε τις λέξεις χορός και πηδάω

Μεταφράσεις

επεξεργασία