Ετυμολογία

επεξεργασία
salteti < salt(o) + -et- + -i
ρήμα salteti
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας saltetas saltetanta saltetata
αόριστος saltetis saltetinta saltetita
μέλλοντας saltetos saltetonta saltetota
υποθετική saltetus - -
προστακτική saltetu - -

salteti (eo)