χοροπηδώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /xo.ɾo.piˈðo/
Ρήμα
επεξεργασίαχοροπηδώ
- άλλη μορφή του χοροπηδάω
- ※ Έκρυψαν τα χέρια στις τσέπες τους κι άρχισαν να χοροπηδούν, για να ζεσταθούν. (Ευγενία Φακίνου, Η μεγάλη πράσινη, 1987 [μυθιστόρημα])