πηδάω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πηδάω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική πηδάω, πηδῶ
Προφορά
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαπηδάω/πηδώ, πρτ.: πηδούσα/πήδαγα, αόρ.: πήδησα/πήδηξα, παθ.φωνή: πηδιέμαι, π.αόρ.: πηδήχτηκα/πηδήθηκα, μτχ.π.π.: πηδηγμένος/πηδημένος
- κάνω άλμα συνήθως παρακάμπτοντας κάτι ενδιάμεσο
- λυγίζω τα πόδια μου και εκτινάσσομαι προς τα πάνω και τελικά είτε πέφτω πάλι στο ίδιο σημείο είτε σε άλλο σημείο
- (κατ’ επέκταση) πέφτω (από κάπου)
- πήδηξε από το μπαλκόνι στην αυλή και έσπασε το πόδι του
- (κατ’ επέκταση) πέφτω (από κάπου)
- παραλείπω κάτι που βρίσκεται ανάμεσα σε άλλα
- για λόγους συντομίας θα πηδήξουμε το δεύτερο κεφάλαιο και θα διαβάσουμε κατευθείαν το τρίτο
- αλλάζω θέμα συζήτησης ξαφνικά
- δεν μπορούμε να συνεννοηθούμε αν πηδάς από το ένα θέμα στο άλλο
- λυγίζω τα πόδια μου και εκτινάσσομαι προς τα πάνω και τελικά είτε πέφτω πάλι στο ίδιο σημείο είτε σε άλλο σημείο
- (χυδαίο) κάνω έρωτα
Εκφράσεις
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασίαΜε θέματα πηδ-, πηδηξ-, πηδηχτ- πηδηγ-
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | πηδάω - πηδώ | πηδούσα - πήδαγα | θα πηδάω - πηδώ | να πηδάω - πηδώ | πηδώντας | |
β' ενικ. | πηδάς | πηδούσες - πήδαγες | θα πηδάς | να πηδάς | πήδα - πήδαγε | |
γ' ενικ. | πηδάει - πηδά | πηδούσε - πήδαγε | θα πηδάει - πηδά | να πηδάει - πηδά | ||
α' πληθ. | πηδάμε - πηδούμε | πηδούσαμε - πηδάγαμε | θα πηδάμε - πηδούμε | να πηδάμε - πηδούμε | ||
β' πληθ. | πηδάτε | πηδούσατε - πηδάγατε | θα πηδάτε | να πηδάτε | πηδάτε | |
γ' πληθ. | πηδάν(ε) - πηδούν(ε) | πηδούσαν(ε) - πήδαγαν - πηδάγανε | θα πηδάν(ε) - πηδούν(ε) | να πηδάν(ε) - πηδούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | πήδηξα | θα πηδήξω | να πηδήξω | πηδήξει | ||
β' ενικ. | πήδηξες | θα πηδήξεις | να πηδήξεις | πήδηξε, πήδηχ' | ||
γ' ενικ. | πήδηξε | θα πηδήξει | να πηδήξει | |||
α' πληθ. | πηδήξαμε | θα πηδήξουμε | να πηδήξουμε | |||
β' πληθ. | πηδήξατε | θα πηδήξετε | να πηδήξετε | πηδήξτε, πηδήχτε | ||
γ' πληθ. | πήδηξαν πηδήξαν(ε) |
θα πηδήξουν(ε) | να πηδήξουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω πηδήξει | είχα πηδήξει | θα έχω πηδήξει | να έχω πηδήξει | ||
β' ενικ. | έχεις πηδήξει | είχες πηδήξει | θα έχεις πηδήξει | να έχεις πηδήξει | έχε πηδηγμένο | |
γ' ενικ. | έχει πηδήξει | είχε πηδήξει | θα έχει πηδήξει | να έχει πηδήξει | ||
α' πληθ. | έχουμε πηδήξει | είχαμε πηδήξει | θα έχουμε πηδήξει | να έχουμε πηδήξει | ||
β' πληθ. | έχετε πηδήξει | είχατε πηδήξει | θα έχετε πηδήξει | να έχετε πηδήξει | έχετε πηδηγμένο | |
γ' πληθ. | έχουν πηδήξει | είχαν πηδήξει | θα έχουν πηδήξει | να έχουν πηδήξει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) πηδηγμένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) πηδηγμένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) πηδηγμένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) πηδηγμένο |
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | πηδιέμαι | πηδιόμουν(α) | θα πηδιέμαι | να πηδιέμαι | ||
β' ενικ. | πηδιέσαι | πηδιόσουν(α) | θα πηδιέσαι | να πηδιέσαι | ||
γ' ενικ. | πηδιέται | πηδιόταν(ε) | θα πηδιέται | να πηδιέται | ||
α' πληθ. | πηδιόμαστε | πηδιόμαστε πηδιόμασταν |
θα πηδιόμαστε | να πηδιόμαστε | ||
β' πληθ. | πηδιέστε | πηδιόσαστε πηδιόσασταν |
θα πηδιέστε | να πηδιέστε | πηδιέστε | |
γ' πληθ. | πηδιούνται | πηδιόνταν(ε) πηδιούνταν πηδιόντουσαν |
θα πηδιούνται | να πηδιούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | πηδήχτηκα | θα πηδηχτώ | να πηδηχτώ | πηδηχτεί | ||
β' ενικ. | πηδήχτηκες | θα πηδηχτείς | να πηδηχτείς | πηδήξου | ||
γ' ενικ. | πηδήχτηκε | θα πηδηχτεί | να πηδηχτεί | |||
α' πληθ. | πηδηχτήκαμε | θα πηδηχτούμε | να πηδηχτούμε | |||
β' πληθ. | πηδηχτήκατε | θα πηδηχτείτε | να πηδηχτείτε | πηδηχτείτε | ||
γ' πληθ. | πηδήχτηκαν πηδηχτήκαν(ε) |
θα πηδηχτούν(ε) | να πηδηχτούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω πηδηχτεί | είχα πηδηχτεί | θα έχω πηδηχτεί | να έχω πηδηχτεί | πηδηγμένος | |
β' ενικ. | έχεις πηδηχτεί | είχες πηδηχτεί | θα έχεις πηδηχτεί | να έχεις πηδηχτεί | ||
γ' ενικ. | έχει πηδηχτεί | είχε πηδηχτεί | θα έχει πηδηχτεί | να έχει πηδηχτεί | ||
α' πληθ. | έχουμε πηδηχτεί | είχαμε πηδηχτεί | θα έχουμε πηδηχτεί | να έχουμε πηδηχτεί | ||
β' πληθ. | έχετε πηδηχτεί | είχατε πηδηχτεί | θα έχετε πηδηχτεί | να έχετε πηδηχτεί | ||
γ' πληθ. | έχουν πηδηχτεί | είχαν πηδηχτεί | θα έχουν πηδηχτεί | να έχουν πηδηχτεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι πηδηγμένος - είμαστε, είστε, είναι πηδηγμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν πηδηγμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν πηδηγμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι πηδηγμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι πηδηγμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι πηδηγμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι πηδηγμένοι |
Με θέματα πηδ-, πηδησ-, πηδηθ- πηδη-
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | πηδάω - πηδώ | πηδούσα - πήδαγα | θα πηδάω - πηδώ | να πηδάω - πηδώ | πηδώντας | |
β' ενικ. | πηδάς | πηδούσες - πήδαγες | θα πηδάς | να πηδάς | πήδα - πήδαγε | |
γ' ενικ. | πηδάει - πηδά | πηδούσε - πήδαγε | θα πηδάει - πηδά | να πηδάει - πηδά | ||
α' πληθ. | πηδάμε - πηδούμε | πηδούσαμε - πηδάγαμε | θα πηδάμε - πηδούμε | να πηδάμε - πηδούμε | ||
β' πληθ. | πηδάτε | πηδούσατε - πηδάγατε | θα πηδάτε | να πηδάτε | πηδάτε | |
γ' πληθ. | πηδάν(ε) - πηδούν(ε) | πηδούσαν(ε) - πήδαγαν - πηδάγανε | θα πηδάν(ε) - πηδούν(ε) | να πηδάν(ε) - πηδούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | πήδησα | θα πηδήσω | να πηδήσω | πηδήσει | ||
β' ενικ. | πήδησες | θα πηδήσεις | να πηδήσεις | πήδα - πήδησε | ||
γ' ενικ. | πήδησε | θα πηδήσει | να πηδήσει | |||
α' πληθ. | πηδήσαμε | θα πηδήσουμε | να πηδήσουμε | |||
β' πληθ. | πηδήσατε | θα πηδήσετε | να πηδήσετε | πηδήστε | ||
γ' πληθ. | πήδησαν πηδήσαν(ε) |
θα πηδήσουν(ε) | να πηδήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω πηδήσει | είχα πηδήσει | θα έχω πηδήσει | να έχω πηδήσει | ||
β' ενικ. | έχεις πηδήσει | είχες πηδήσει | θα έχεις πηδήσει | να έχεις πηδήσει | έχε πηδημένο | |
γ' ενικ. | έχει πηδήσει | είχε πηδήσει | θα έχει πηδήσει | να έχει πηδήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε πηδήσει | είχαμε πηδήσει | θα έχουμε πηδήσει | να έχουμε πηδήσει | ||
β' πληθ. | έχετε πηδήσει | είχατε πηδήσει | θα έχετε πηδήσει | να έχετε πηδήσει | έχετε πηδημένο | |
γ' πληθ. | έχουν πηδήσει | είχαν πηδήσει | θα έχουν πηδήσει | να έχουν πηδήσει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) πηδημένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) πηδημένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) πηδημένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) πηδημένο |
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | πηδιέμαι | πηδιόμουν(α) | θα πηδιέμαι | να πηδιέμαι | ||
β' ενικ. | πηδιέσαι | πηδιόσουν(α) | θα πηδιέσαι | να πηδιέσαι | ||
γ' ενικ. | πηδιέται | πηδιόταν(ε) | θα πηδιέται | να πηδιέται | ||
α' πληθ. | πηδιόμαστε | πηδιόμαστε πηδιόμασταν |
θα πηδιόμαστε | να πηδιόμαστε | ||
β' πληθ. | πηδιέστε | πηδιόσαστε πηδιόσασταν |
θα πηδιέστε | να πηδιέστε | πηδιέστε | |
γ' πληθ. | πηδιούνται | πηδιόνταν(ε) πηδιούνταν πηδιόντουσαν |
θα πηδιούνται | να πηδιούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | πηδήθηκα | θα πηδηθώ | να πηδηθώ | πηδηθεί | ||
β' ενικ. | πηδήθηκες | θα πηδηθείς | να πηδηθείς | πηδήσου | ||
γ' ενικ. | πηδήθηκε | θα πηδηθεί | να πηδηθεί | |||
α' πληθ. | πηδηθήκαμε | θα πηδηθούμε | να πηδηθούμε | |||
β' πληθ. | πηδηθήκατε | θα πηδηθείτε | να πηδηθείτε | πηδηθείτε | ||
γ' πληθ. | πηδήθηκαν πηδηθήκαν(ε) |
θα πηδηθούν(ε) | να πηδηθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω πηδηθεί | είχα πηδηθεί | θα έχω πηδηθεί | να έχω πηδηθεί | πηδημένος | |
β' ενικ. | έχεις πηδηθεί | είχες πηδηθεί | θα έχεις πηδηθεί | να έχεις πηδηθεί | ||
γ' ενικ. | έχει πηδηθεί | είχε πηδηθεί | θα έχει πηδηθεί | να έχει πηδηθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε πηδηθεί | είχαμε πηδηθεί | θα έχουμε πηδηθεί | να έχουμε πηδηθεί | ||
β' πληθ. | έχετε πηδηθεί | είχατε πηδηθεί | θα έχετε πηδηθεί | να έχετε πηδηθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν πηδηθεί | είχαν πηδηθεί | θα έχουν πηδηθεί | να έχουν πηδηθεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι πηδημένος - είμαστε, είστε, είναι πηδημένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν πηδημένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν πηδημένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι πηδημένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι πηδημένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι πηδημένος - να είμαστε, να είστε, να είναι πηδημένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασία πηδάω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαπηδάω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
επεξεργασίαπηδάω
- πηδάω
- (ειδικότερα) (για την καρδιά) χτυπάω
Συγγενικά
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- πηδάω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πηδάω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.