Δείτε επίσης: ὑπερπηδῶ

  Ετυμολογία

επεξεργασία
υπερπηδώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὑπερπηδῶ, συνηρημένος τύπος του ὑπερπηδάω

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /i.peɾ.piˈðo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: υ‐περ‐πη‐δώ

υπερπηδώ, αόρ.: υπερπήδησα, παθ.φωνή: υπερπηδώμαι, π.αόρ.: υπερπηδήθηκα
υπερπηδώ/υπερπηδάω, αόρ.: υπερπήδησα, παθ.φωνή: υπερπηδιέμαι, π.αόρ.: υπερπηδήθηκα

  1. (κυριολεκτικά) πηδώ πάνω από κάτι
  2. (μεταφορικά) υπερνικώ δυσκολίες ή εμπόδια

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Κλίση υπερπηδώ - υπερπηδώμαι

Κλίση υπερπηδάω/υπερπηδώ, υπερπηδιέμαι

  Μεταφράσεις

επεξεργασία