ανυπερπήδητος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.ni.peɾˈpi.ði.tos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐νυ‐περ‐πή‐δη‐τος
Επίθετο
επεξεργασίαανυπερπήδητος, -η, -ο [1]
- που δεν είναι δυνατόν να υπερπηδηθεί, να να αντιμετωπιστεί
- ⮡ Συνάντησε ανυπερπήδητα εμπόδια στον αγώνα του για ανεξαρτησία.
Αντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ανυπερπήδητος
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ ανυπερπήδητος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)