↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο υπερπηδημένος η υπερπηδημένη το υπερπηδημένο
      γενική του υπερπηδημένου της υπερπηδημένης του υπερπηδημένου
    αιτιατική τον υπερπηδημένο την υπερπηδημένη το υπερπηδημένο
     κλητική υπερπηδημένε υπερπηδημένη υπερπηδημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι υπερπηδημένοι οι υπερπηδημένες τα υπερπηδημένα
      γενική των υπερπηδημένων των υπερπηδημένων των υπερπηδημένων
    αιτιατική τους υπερπηδημένους τις υπερπηδημένες τα υπερπηδημένα
     κλητική υπερπηδημένοι υπερπηδημένες υπερπηδημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
υπερπηδημένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος υπερπηδώ

  Επίθετο

επεξεργασία

υπερπηδημένος

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία