↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πηδημένος η πηδημένη το πηδημένο
      γενική του πηδημένου της πηδημένης του πηδημένου
    αιτιατική τον πηδημένο την πηδημένη το πηδημένο
     κλητική πηδημένε πηδημένη πηδημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πηδημένοι οι πηδημένες τα πηδημένα
      γενική των πηδημένων των πηδημένων των πηδημένων
    αιτιατική τους πηδημένους τις πηδημένες τα πηδημένα
     κλητική πηδημένοι πηδημένες πηδημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πηδημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου πηδώ

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /pi.ðiˈme.nos/

πηδημένος, -η, -ο

Άλλες μορφές

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία