Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
πηδηγμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Προφορά
1.2
Μετοχή
1.2.1
Άλλες μορφές
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
πηδηγμέν
ος
η
πηδηγμέν
η
το
πηδηγμέν
ο
γενική
του
πηδηγμέν
ου
της
πηδηγμέν
ης
του
πηδηγμέν
ου
αιτιατική
τον
πηδηγμέν
ο
την
πηδηγμέν
η
το
πηδηγμέν
ο
κλητική
πηδηγμέν
ε
πηδηγμέν
η
πηδηγμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
πηδηγμέν
οι
οι
πηδηγμέν
ες
τα
πηδηγμέν
α
γενική
των
πηδηγμέν
ων
των
πηδηγμέν
ων
των
πηδηγμέν
ων
αιτιατική
τους
πηδηγμέν
ους
τις
πηδηγμέν
ες
τα
πηδηγμέν
α
κλητική
πηδηγμέν
οι
πηδηγμέν
ες
πηδηγμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
pi.ðiɣˈme.nos
/
Μετοχή
επεξεργασία
πηδηγμένος, -η, -ο
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
πηδάω, πηδώ
Άλλες μορφές
επεξεργασία
πηδημένος
, -η, -ο