fuck
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- fuck < μέση αγγλική *fukken < πρωτογερμανική *fukkōną (πνέω, φυσώ) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *pewǵ- (χτυπώ, πλήττω)
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
fuck | fucks |
fuck (en)
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | fuck |
γ΄ ενικό ενεστώτα | fucks |
αόριστος | fucked |
παθητική μετοχή | fucked |
ενεργητική μετοχή | fucking |
fuck (en)