Επίθετο

επεξεργασία

fucking (en) (χωρίς παραθετικά)

  1. (χυδαίο) γαμημένος, σκατό-, υβριστική έκφραση για οτιδήποτε ή οποιονδήποτε μας ενοχλεί, μας στέκται εμπόδιο ή μας δημιουργεί πρόβλημα
    ⮡  I can’t find the fucking screwdriver for so long!
    Δεν το βρίσκω το γαμημένο το κατσαβίδι εδώ και τόση ώρα!
    ⮡  You fucking kids get off of my lawn!
    Σκατόπαιδα! Φύγετε από το γκαζόν μου!
  2. (χυδαίο) χρησιμοποιείται για έμφαση, χωρίς πάντα αρνητική σημασία
    ⮡  This is a big fucking deal!
    Αυτό είναι και γαμώ τις συμφωνίες!

Σημειώσεις

επεξεργασία

  Επίρρημα

επεξεργασία

fucking (en) (χωρίς παραθετικά)

  • (χυδαίο) για έμφαση σε αυτό που δηλώνει ο ομιλητής
    ⮡  I fucking hate this place. Whose bright idea was it to come here, anyways?
    Μισώ αυτό το γαμημένο μέρος. Ποιανού ήταν η φαεινή ιδέα να έρθουμε εδώ;
    ⮡  You have to go see this movie, it's fucking awesome!
    Πρέπει να πας να δεις αυτήν την ταινία: είναι καταπληκτική η γαμημένη!

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

fucking (en)

  Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

fucking (en)