fucking
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαfucking (en) (χωρίς παραθετικά)
- (χυδαίο) γαμημένος, σκατό-, υβριστική έκφραση για οτιδήποτε ή οποιονδήποτε μας ενοχλεί, μας στέκται εμπόδιο ή μας δημιουργεί πρόβλημα
- ⮡ I can’t find the fucking screwdriver for so long!
- Δεν το βρίσκω το γαμημένο το κατσαβίδι εδώ και τόση ώρα!
- ⮡ You fucking kids get off of my lawn!
- Σκατόπαιδα! Φύγετε από το γκαζόν μου!
- ⮡ I can’t find the fucking screwdriver for so long!
- (χυδαίο) χρησιμοποιείται για έμφαση, χωρίς πάντα αρνητική σημασία
- ⮡ This is a big fucking deal!
- Αυτό είναι και γαμώ τις συμφωνίες!
- ⮡ This is a big fucking deal!
Σημειώσεις
επεξεργασίαΕπίρρημα
επεξεργασίαfucking (en) (χωρίς παραθετικά)
- (χυδαίο) για έμφαση σε αυτό που δηλώνει ο ομιλητής
- ⮡ I fucking hate this place. Whose bright idea was it to come here, anyways?
- Μισώ αυτό το γαμημένο μέρος. Ποιανού ήταν η φαεινή ιδέα να έρθουμε εδώ;
- ⮡ You have to go see this movie, it's fucking awesome!
- Πρέπει να πας να δεις αυτήν την ταινία: είναι καταπληκτική η γαμημένη!
- ⮡ I fucking hate this place. Whose bright idea was it to come here, anyways?
Ουσιαστικό
επεξεργασίαfucking (en)
Ρηματικός τύπος
επεξεργασίαfucking (en)
- ενεργητική μετοχή ενεστώτα του fuck