Ετυμολογία

επεξεργασία
σκατο- < ως συνώνυμο του κοπρο- < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σκατο-

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ska.to/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σκα‐το-

  Πρόθημα

επεξεργασία

σκατο- ή σκατό-

  Αναφορές

επεξεργασία



  Ετυμολογία

επεξεργασία
σκατο- < ως συνώνυμο του κοπρο- < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σκατο-

  Πρόθημα

επεξεργασία

σκατο- ή σκατό-

  Αναφορές

επεξεργασία



  Ετυμολογία

επεξεργασία
σκατο- < σκατ-, θέμα του σκῶρ (δωρικός τύπος : σκώρ) γενική: τοῦ σκατός + -ο- [1]

  Πρόθημα

επεξεργασία

σκατο- ή σκατό-

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. «σκατό» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.