↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σκατοφάγος η σκατοφάγος
σκατοφάγα
το σκατοφάγο
      γενική του σκατοφάγου της σκατοφάγου
σκατοφάγας
του σκατοφάγου
    αιτιατική τον σκατοφάγο τη σκατοφάγο
σκατοφάγα
το σκατοφάγο
     κλητική σκατοφάγε σκατοφάγε
σκατοφάγα
σκατοφάγο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σκατοφάγοι οι σκατοφάγοι
σκατοφάγες
τα σκατοφάγα
      γενική των σκατοφάγων των σκατοφάγων των σκατοφάγων
    αιτιατική τους σκατοφάγους τις σκατοφάγους
σκατοφάγες
τα σκατοφάγα
     κλητική σκατοφάγοι σκατοφάγοι
σκατοφάγες
σκατοφάγα
ομάδα '-ος -ος -ο & -α', Κατηγορία όπως «ζημιογόνος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σκατοφάγος < αρχαία ελληνική σκατοφάγος[1] < σκώρ + -φάγος

  Επίθετο

επεξεργασία

σκατοφάγος

  1. (σπάνιο) που τρώει σκατά / κόπρανα
     συνώνυμα: κοπροφάγος
  2. (εντομολογία) είδος εντόμου
     συνώνυμα: σκατόμυγα

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / σκατοφάγος τὸ σκατοφάγον
      γενική τοῦ/τῆς σκατοφάγου τοῦ σκατοφάγου
      δοτική τῷ/τῇ σκατοφάγ τῷ σκατοφάγ
    αιτιατική τὸν/τὴν σκατοφάγον τὸ σκατοφάγον
     κλητική ! σκατοφάγε σκατοφάγον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ σκατοφάγοι τὰ σκατοφάγ
      γενική τῶν σκατοφάγων τῶν σκατοφάγων
      δοτική τοῖς/ταῖς σκατοφάγοις τοῖς σκατοφάγοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς σκατοφάγους τὰ σκατοφάγ
     κλητική ! σκατοφάγοι σκατοφάγ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ σκατοφάγω τὼ σκατοφάγω
      γεν-δοτ τοῖν σκατοφάγοιν τοῖν σκατοφάγοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «τοξοβόλος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σκατοφάγος < σκατο- + -φάγος

  Επίθετο

επεξεργασία

σκατοφάγος, -ος, -ον

  1. σκατοφάγος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.