σκατοφάγος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σκατοφάγος < αρχαία ελληνική σκατοφάγος[1] < σκώρ + -φάγος
Επίθετο
επεξεργασίασκατοφάγος
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία σκατοφάγος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίασκατοφάγος, -ος, -ον
- κοπροφάγος, που τρώει περιττώματα
- άλλες μορφές: σκατόφαγος
- ≈ συνώνυμα: κοπροφάγος
Πηγές
επεξεργασία- σκατοφάγος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- σκατοφάγος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- ↑ σκατοφάγος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.