Ετυμολογία

επεξεργασία
scatophage < αρχαία ελληνική σκατοφάγος

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /skatɔfaʒ/

  Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
scatophage scatophages

scatophage (fr) αρσενικό ή θηλυκό