Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κοπροφάγος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
κοπροφάγ
ος
η
κοπροφάγ
α
&
κοπροφάγ
ος
το
κοπροφάγ
ο
γενική
του
κοπροφάγ
ου
της
κοπροφάγ
ας
&
κοπροφάγ
ου
του
κοπροφάγ
ου
αιτιατική
τον
κοπροφάγ
ο
την
κοπροφάγ
α
&
κοπροφάγ
ο
το
κοπροφάγ
ο
κλητική
κοπροφάγ
ε
κοπροφάγ
α
&
κοπροφάγ
ε
κοπροφάγ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
κοπροφάγ
οι
οι
κοπροφάγ
ες
&
κοπροφάγ
οι
τα
κοπροφάγ
α
γενική
των
κοπροφάγ
ων
των
κοπροφάγ
ων
των
κοπροφάγ
ων
αιτιατική
τους
κοπροφάγ
ους
τις
κοπροφάγ
ες
&
κοπροφάγ
ους
τα
κοπροφάγ
α
κλητική
κοπροφάγ
οι
κοπροφάγ
ες
&
κοπροφάγ
οι
κοπροφάγ
α
ομάδα '-ος -ος -ο & -α'
,
Κατηγορία
όπως «
κερδοφόρος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
κοπροφάγος
<
ελληνιστική κοινή
κοπροφάγος
<
αρχαία ελληνική
κόπρος
+
τρώγω
Επίθετο
επεξεργασία
κοπροφάγος
που
τρώει
κόπρανα
ή
κοπριά
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κοπροφάγος
αγγλικά
:
dung
-
eating
(en)
λατινικά
:
coprophagus
(la)