Ουσιαστικό

επεξεργασία

eating (en) (μη μετρήσιμο)

  • το φαγητό, το φάγωμα, η ενέργεια του να τρώω
    ⮡  I like eating.
    Μου αρέσει το φαΐ.
    ⮡  It isn’t suitable for eating.
    Δεν είναι κατάλληλο για φάγωμα.

  Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

eating (en)