eating
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
- το φαγητό, το φάγωμα, η ενέργεια του να τρώω
- ↪ I like eating.
- Μου αρέσει το φαΐ.
- ↪ It isn’t suitable for eating.
- Δεν είναι κατάλληλο για φάγωμα.
- ↪ I like eating.
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
eating (en)
- ενεργητική μετοχή ενεστώτα του eat