eat
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενεστώτας | eat |
γ΄ ενικό ενεστώτα | eats |
αόριστος | ate |
παθητική μετοχή | eaten |
ενεργητική μετοχή | eating |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
Ρήμα επεξεργασία
eat (en)
ενεστώτας | eat |
γ΄ ενικό ενεστώτα | eats |
αόριστος | ate |
παθητική μετοχή | eaten |
ενεργητική μετοχή | eating |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
eat (en)