ενεστώτας eat up
γ΄ ενικό ενεστώτα eats up
αόριστος ate up
παθητική μετοχή eaten up
ενεργητική μετοχή eating up

  Ετυμολογία

επεξεργασία
eat up < → δείτε τις λέξεις eat και up

eat up (en)

  • τρώω, χρησιμοποιώ κάτι σε μεγάλες ποσότητες
    ⮡  Nursing her parents eats up all her time.
    Η περίθαλψη των γονιών της της τρώει όλο το χρόνο.
     συνώνυμα: eat into