eat into
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | eat into |
γ΄ ενικό ενεστώτα | eats into |
αόριστος | ate into |
παθητική μετοχή | eaten into |
ενεργητική μετοχή | eating into |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαeat into (en)
- τρώω, καταναλώνω ένα μέρος από κάτι, ειδικά τα χρήματα ή το χρόνο κάποιου