ενεστώτας eat into
γ΄ ενικό ενεστώτα eats into
αόριστος ate into
παθητική μετοχή eaten into
ενεργητική μετοχή eating into

  Ετυμολογία

επεξεργασία
eat into < → δείτε τις λέξεις eat και into

eat into (en)

  • τρώω, καταναλώνω ένα μέρος από κάτι, ειδικά τα χρήματα ή το χρόνο κάποιου
    ⮡  Food and rent ate into our savings.
    Το φαΐ και το νοίκι μας έφαγαν της οικονομίες μας.
     συνώνυμα: eat up