ενικός         πληθυντικός  
eater eaters

  Ετυμολογία

επεξεργασία
eater < eat + -er

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

eater (en)

  • ο φαγάς, ένα άτομο ή ένα ζώο που τρώει ένα συγκεκριμένο πράγμα ή με συγκεκριμένο τρόπο
    ⮡  He’s a big eater.
    Είναι μεγάλος φαγάς.
    ⮡  The kid is a big eater. He never makes it difficult for us to feed him.
    Είναι φαγανό παιδάκι. Δε μας δυσκόλεψε ποτέ στο φαΐ του.