Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το γαμήσι τα γαμήσια
      γενική του γαμησιού των γαμησιών
    αιτιατική το γαμήσι τα γαμήσια
     κλητική γαμήσι γαμήσια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ɣaˈmi.si/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γαμήσι ουδέτερο

  1. (χυδαία) η συνουσία
  2. (μεταφορικά) μεγάλη δυσκολία

υποκοριστικό επεξεργασία

γαμησάκι (χαϊδευτικό, ευμενιστικό)

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία


Εκφράσεις επεξεργασία

  • αυτός θέλει γαμήσι κι άπλωμα στον ήλιο
  • έφαγα ένα γαμήσι / έφαγα τρελό γαμήσι
  • ο τράγος έχει την βοσκή κι αυτός μόνο γαμήσι
  • σε γαμάνε παρά φύση, μα σ' αρέσει το γαμήσι
  • γαμήσι, χασίσι κι επιστροφή στη φύση

  Μεταφράσεις επεξεργασία