Δείτε επίσης: Γαμβρός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο γαμβρός οι γαμβροί
      γενική του γαμβρού των γαμβρών
    αιτιατική τον γαμβρό τους γαμβρούς
     κλητική γαμβρέ γαμβροί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
γαμβρός αρχαία ελληνική γαμβρός < γαμέω

→ δείτε τη λέξη γαμπρός

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

γαμβρός αρσενικό



  Ετυμολογία

επεξεργασία
γαμβρός < γαμέω

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

γαμβρός αρσενικό

  1. γαμπρός (συγγενικός βαθμός)
  2. κάθε αρσενικός συγγενής από γάμο