γαμβρός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | γαμβρός | οι | γαμβροί |
γενική | του | γαμβρού | των | γαμβρών |
αιτιατική | τον | γαμβρό | τους | γαμβρούς |
κλητική | γαμβρέ | γαμβροί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- γαμβρός αρχαία ελληνική γαμβρός < γαμέω
→ δείτε τη λέξη γαμπρός
Ουσιαστικό
επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- γαμβρός < γαμέω
Ουσιαστικό
επεξεργασία
γαμβρός αρσενικό
- γαμπρός (συγγενικός βαθμός)
- κάθε αρσενικός συγγενής από γάμο