polvo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | polvo | polvoj |
αιτιατική | polvon | polvojn |
polvo (eo)
- η σκόνη
Πορτογαλικά (pt)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαpolvo (pt)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | polvo | polvoj |
αιτιατική | polvon | polvojn |
polvo (eo)
polvo (pt)