Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γαμημένος η γαμημένη το γαμημένο
      γενική του γαμημένου της γαμημένης του γαμημένου
    αιτιατική τον γαμημένο τη γαμημένη το γαμημένο
     κλητική γαμημένε γαμημένη γαμημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γαμημένοι οι γαμημένες τα γαμημένα
      γενική των γαμημένων των γαμημένων των γαμημένων
    αιτιατική τους γαμημένους τις γαμημένες τα γαμημένα
     κλητική γαμημένοι γαμημένες γαμημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

γαμημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου γαμιέμαι

  Μετοχή

γαμημένος, -η, -ο

  1. (χυδαίο) υβριστική έκφραση για οτιδήποτε ή οποιονδήποτε μας ενοχλεί, μας στέκται εμπόδιο ή μας δημιουργεί πρόβλημα
    δεν το βρίσκω το γαμημένο το κατσαβίδι εδώ και τόση ώρα!
  2. παθητικά συνουσιασμένος, -ή
  3. (προφορικό) (οικείο) φιλικά, εκφράζοντας έντονο συναίσθημα, π.χ. για κύπελλο
    Σήκωσέ το, το γαμημένο / δεν μπορώ, δεν μπορώ να περιμένω

Σύνθετα

  Μεταφράσεις