γαμημένος
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- γαμημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου γαμιέμαι
Μετοχή
γαμημένος, -η, -ο
- (χυδαίο) υβριστική έκφραση για οτιδήποτε ή οποιονδήποτε μας ενοχλεί, μας στέκται εμπόδιο ή μας δημιουργεί πρόβλημα
- δεν το βρίσκω το γαμημένο το κατσαβίδι εδώ και τόση ώρα!
- παθητικά συνουσιασμένος, -ή
- (προφορικό) (οικείο) φιλικά, εκφράζοντας έντονο συναίσθημα, π.χ. για κύπελλο
- Σήκωσέ το, το γαμημένο / δεν μπορώ, δεν μπορώ να περιμένω