Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
συνουσιαζόμενος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
συνουσιαζόμεν
ος
η
συνουσιαζόμεν
η
το
συνουσιαζόμεν
ο
γενική
του
συνουσιαζόμεν
ου
της
συνουσιαζόμεν
ης
του
συνουσιαζόμεν
ου
αιτιατική
τον
συνουσιαζόμεν
ο
τη
συνουσιαζόμεν
η
το
συνουσιαζόμεν
ο
κλητική
συνουσιαζόμεν
ε
συνουσιαζόμεν
η
συνουσιαζόμεν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
συνουσιαζόμεν
οι
οι
συνουσιαζόμεν
ες
τα
συνουσιαζόμεν
α
γενική
των
συνουσιαζόμεν
ων
των
συνουσιαζόμεν
ων
των
συνουσιαζόμεν
ων
αιτιατική
τους
συνουσιαζόμεν
ους
τις
συνουσιαζόμεν
ες
τα
συνουσιαζόμεν
α
κλητική
συνουσιαζόμεν
οι
συνουσιαζόμεν
ες
συνουσιαζόμεν
α
ομάδα 'εισαγόμενος'
,
Κατηγορία
όπως «
εισαγόμενος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
συνουσιαζόμενος
,
μετοχή ενεστώτα του
συνουσιάζομαι
Μετοχή
επεξεργασία
συνουσιαζόμενος, -η, -ο
ο
μετέχων
σε
συνουσία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
συνουσιαζόμενος