Ετυμολογία

επεξεργασία
γαμιέμαι <

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɣaˈmɲe.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γα‐μιέ‐μαι

  Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

γαμιέμαι, πρτ.: γαμιόμουν, στ.μέλλ.: θα γαμηθώ, αόρ.: γαμήθηκα, μτχ.π.π.: γαμημένος

→ δείτε γαμάω

  Μεταφράσεις

επεξεργασία