γαμάω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- γαμάω < γαμ(ώ) + -άω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική γαμῶ, συνηρημένος τύπος του γαμέω (κάνω σεξ -από την ελληνιστική εποχή, και για τις γυναίκες-)[1][2]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ɣaˈma.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γα‐μά‐ω
Ρήμα
γαμάω/γαμώ, πρτ.: γαμούσα/γάμαγα, αόρ.: γάμησα, παθ.φωνή: γαμιέμαι, π.αόρ.: γαμήθηκα, μτχ.π.π.: γαμημένος
- (χυδαίο)
- συμμετέχω σε σεξουαλική επαφή με ενεργητικό ρόλο (λέγεται κυρίως για τον άντρα)
- (μεταφορικά) νικώ, ταπεινώνω
- (μεταφορικά) καταστρέφω κάτι, το κάνω χάλια, διαλύω
- ↪ Κόπηκε το λουρί της μηχανής και μου γαμήθηκε το αυτοκίνητο τελείως.
- ↪ Μου τη γάμησες την κουβέντα με τις ασυναρτησίες σου.
Συνώνυμα
- πηδάω (ανεπίσημο, χυδαίο)
- συνουσιάζομαι (επίσημο)
Εκφράσεις
- άι γαμήσου!, άντε και γαμήσου!
- γαμάω και δέρνω
- γαμώ το!, γαμώ τη!, γαμώ τον/την/το...
- γαμώτο (ουσιαστικό)
- δε γαμιέται!
- και γαμώ!
- τη γάμησα!
Συγγενικά
- αγάμητος
- αγαμία
- άγαμος
- αδελφογαμία
- αερογάμης, αερόγαμος
- γαμάτος
- γαμέτης
- γαμήλιος
- γαμηλιότητα
- γαμήσι
- γαμησιάτικα
- γαμικός
- γαμιόλης
- γαμιστερός
- γάμος
- γαμπριάτικος
- γαμπρίζω
- γαμπρός
- γαμωσταυρίδι
- γαμώτο
- διγαμία
- δίγαμος
- έγγαμος
- ενδογαμία
- εξωγαμία
- εξώγαμος
- επιγαμία
- ετερογαμία
- κλεψιγαμία
- κρυπτόγαμος
- μονογαμία
- μονογαμικός
- νιόγαμπρος
- πολυγαμία
- πολυγαμικός
- πολύγαμος
- προγαμιαίος
- σύγαμπρος
- σώγαμπρος
- φανερόγαμος
Κλίση
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | γαμάω - γαμώ | γαμούσα | θα γαμάω - γαμώ | να γαμάω - γαμώ | γαμώντας | |
β' ενικ. | γαμάς | γαμούσες | θα γαμάς | να γαμάς | γάμα - γάμαγε | |
γ' ενικ. | γαμάει - γαμά | γαμούσε | θα γαμάει - γαμά | να γαμάει - γαμά | ||
α' πληθ. | γαμάμε - γαμούμε | γαμούσαμε | θα γαμάμε - γαμούμε | να γαμάμε - γαμούμε | ||
β' πληθ. | γαμάτε | γαμούσατε | θα γαμάτε | να γαμάτε | γαμάτε | |
γ' πληθ. | γαμάν(ε) - γαμούν(ε) | γαμούσαν(ε) | θα γαμάν(ε) - γαμούν(ε) | να γαμάν(ε) - γαμούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | γάμησα | θα γαμήσω | να γαμήσω | γαμήσει | ||
β' ενικ. | γάμησες | θα γαμήσεις | να γαμήσεις | γάμα - γάμησε | ||
γ' ενικ. | γάμησε | θα γαμήσει | να γαμήσει | |||
α' πληθ. | γαμήσαμε | θα γαμήσουμε | να γαμήσουμε | |||
β' πληθ. | γαμήσατε | θα γαμήσετε | να γαμήσετε | γαμήστε | ||
γ' πληθ. | γάμησαν γαμήσαν(ε) |
θα γαμήσουν(ε) | να γαμήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω γαμήσει | είχα γαμήσει | θα έχω γαμήσει | να έχω γαμήσει | ||
β' ενικ. | έχεις γαμήσει | είχες γαμήσει | θα έχεις γαμήσει | να έχεις γαμήσει | έχε γαμημένο | |
γ' ενικ. | έχει γαμήσει | είχε γαμήσει | θα έχει γαμήσει | να έχει γαμήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε γαμήσει | είχαμε γαμήσει | θα έχουμε γαμήσει | να έχουμε γαμήσει | ||
β' πληθ. | έχετε γαμήσει | είχατε γαμήσει | θα έχετε γαμήσει | να έχετε γαμήσει | έχετε γαμημένο | |
γ' πληθ. | έχουν γαμήσει | είχαν γαμήσει | θα έχουν γαμήσει | να έχουν γαμήσει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) γαμημένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) γαμημένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) γαμημένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) γαμημένο |
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | γαμιέμαι | γαμιόμουν(α) | θα γαμιέμαι | να γαμιέμαι | ||
β' ενικ. | γαμιέσαι | γαμιόσουν(α) | θα γαμιέσαι | να γαμιέσαι | ||
γ' ενικ. | γαμιέται | γαμιόταν(ε) | θα γαμιέται | να γαμιέται | ||
α' πληθ. | γαμιόμαστε | γαμιόμαστε γαμιόμασταν |
θα γαμιόμαστε | να γαμιόμαστε | ||
β' πληθ. | γαμιέστε | γαμιόσαστε γαμιόσασταν |
θα γαμιέστε | να γαμιέστε | γαμιέστε | |
γ' πληθ. | γαμιούνται | γαμιόνταν(ε) γαμιούνταν γαμιόντουσαν |
θα γαμιούνται | να γαμιούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | γαμήθηκα | θα γαμηθώ | να γαμηθώ | γαμηθεί | ||
β' ενικ. | γαμήθηκες | θα γαμηθείς | να γαμηθείς | γαμήσου | ||
γ' ενικ. | γαμήθηκε | θα γαμηθεί | να γαμηθεί | |||
α' πληθ. | γαμηθήκαμε | θα γαμηθούμε | να γαμηθούμε | |||
β' πληθ. | γαμηθήκατε | θα γαμηθείτε | να γαμηθείτε | γαμηθείτε | ||
γ' πληθ. | γαμήθηκαν γαμηθήκαν(ε) |
θα γαμηθούν(ε) | να γαμηθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω γαμηθεί | είχα γαμηθεί | θα έχω γαμηθεί | να έχω γαμηθεί | γαμημένος | |
β' ενικ. | έχεις γαμηθεί | είχες γαμηθεί | θα έχεις γαμηθεί | να έχεις γαμηθεί | ||
γ' ενικ. | έχει γαμηθεί | είχε γαμηθεί | θα έχει γαμηθεί | να έχει γαμηθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε γαμηθεί | είχαμε γαμηθεί | θα έχουμε γαμηθεί | να έχουμε γαμηθεί | ||
β' πληθ. | έχετε γαμηθεί | είχατε γαμηθεί | θα έχετε γαμηθεί | να έχετε γαμηθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν γαμηθεί | είχαν γαμηθεί | θα έχουν γαμηθεί | να έχουν γαμηθεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι γαμημένος - είμαστε, είστε, είναι γαμημένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν γαμημένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν γαμημένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι γαμημένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι γαμημένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι γαμημένος - να είμαστε, να είστε, να είναι γαμημένοι |
Μεταφράσεις
γαμάω
|
Αναφορές
- ↑ γαμάω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ γαμάω - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)