Δείτε επίσης: γαμέω

Νέα ελληνικά (el)

  Ετυμολογία

γαμάω < γαμ(ώ) + -άω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική γαμῶ, συνηρημένος τύπος του γαμέω (κάνω σεξ -από την ελληνιστική εποχή, και για τις γυναίκες-)[1][2]

  Προφορά

ΔΦΑ : /ɣaˈma.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γα‐μά‐ω

  Ρήμα

γαμάω/γαμώ, πρτ.: γαμούσα/γάμαγα, αόρ.: γάμησα, παθ.φωνή: γαμιέμαι, π.αόρ.: γαμήθηκα, μτχ.π.π.: γαμημένος

Συνώνυμα

Εκφράσεις

Συγγενικά

Κλίση

  Μεταφράσεις

  Αναφορές

  1. γαμάω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. γαμάωΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)