γαμιόλης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ɣaˈmɲo.lis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γα‐μιό‐λης
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγαμιόλης αρσενικό
- (χυδαίο) κυριολεκτικά αυτός/ή που γαμιέται, στην πράξη: υβριστικός χαρακτηρισμός
- ※ λοιπόν ε με γουστάρεις μωρή γαμιόλα με θέλεις κι εσύ έτσι πέσε υποτάξου (Νίκος Α. Μάντης, Ψευδώνυμο: Διηγήματα, εκδ. Καστανιώτη, 2006, σελ. 81)
- ※ Αυτή τη φορά μάτωσε η μύτη μου, αλλά δεν το κατάλαβα ότι ήταν η μύτη μου, είδα μόνο το αίμα και μου 'ρθε να κάνω φόνο, σοβαρολογώ, άρχισα να ξεφωνίζω, Θα σε σκοτώσω, γαμιόλη, φασιστικό γουρούνι. Σώτη Τριανταφύλλου, εκδόσεις Πατάκη, 2001, σελ. 38)
- (χυδαίο) χυδαίος χαρακτηρισμός ανθρώπου ιδιαίτερα ικανού στη γενετήσια πράξη
- ※ τα «αχ και τα βαχ» , ο τρόπος της να τον σφίγγει σαν «πίνα» και να τον ελευθερώνει (ήταν γλυκιά γαμιόλα στο κρεβάτι) όπως σφαδάζει ... (Βασίλης Βασιλικός, εκδ. Λιβάνη, 1997, σελ. 324)
Μεταφράσεις
επεξεργασία γαμιόλης
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ γαμιόλης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας