Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
φανερόγαμος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Αντώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
φανερόγαμ
ος
η
φανερόγαμ
η
το
φανερόγαμ
ο
γενική
του
φανερόγαμ
ου
της
φανερόγαμ
ης
του
φανερόγαμ
ου
αιτιατική
τον
φανερόγαμ
ο
τη
φανερόγαμ
η
το
φανερόγαμ
ο
κλητική
φανερόγαμ
ε
φανερόγαμ
η
φανερόγαμ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
φανερόγαμ
οι
οι
φανερόγαμ
ες
τα
φανερόγαμ
α
γενική
των
φανερόγαμ
ων
των
φανερόγαμ
ων
των
φανερόγαμ
ων
αιτιατική
τους
φανερόγαμ
ους
τις
φανερόγαμ
ες
τα
φανερόγαμ
α
κλητική
φανερόγαμ
οι
φανερόγαμ
ες
φανερόγαμ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
φανερόγαμος
<
φανερ(ός)
+
-ό-
+
γάμος
Επίθετο
επεξεργασία
φανερόγαμος, -η, -ο
το
είδος
που έχει φανερά τα πολλαπλασιαστικά του όργανα (
όρος
που χρησιμοποιείται για
φυτά
)
Αντώνυμα
επεξεργασία
κρυπτόγαμος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
φανερόγαμος
αγγλικά
:
phanerogam
(en)
ιταλικά
:
fanerogamo
(it)