ενδογαμία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ενδογαμία < γαλλική endogamie < αρχαία ελληνική ἔνδον + γαμέω
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /en.ðo.ɣaˈmi.a/
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενδογαμία θηλυκό
- (κοινωνιολογία) παράδοση που προκρίνει τον γάμο μεταξύ ανθρώπων της ίδιας κοινωνικής τάξης, ομάδας κ.λπ.