γαμέτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | γαμέτης | οι | γαμέτες |
γενική | του | γαμέτη | των | γαμετών |
αιτιατική | τον | γαμέτη | τους | γαμέτες |
κλητική | γαμέτη | γαμέτες | ||
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- γαμέτης < αρχαία ελληνική γαμέτης =σύζυγος< γαμέω -ώ (αρχ. =νυμφεύομαι)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγαμέτης αρσενικό
- (κυτταρολογία) το αναπαραγωγικό κύτταρο που έχει μόνο το ήμισυ του συνήθους αριθμού χρωματοσωμάτων