χρωμόσωμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- χρωμόσωμα < χρωμό- + σώμα < λόγιο ενδογενές δάνειο: (άμεσο δάνειο) γαλλική chromosome ή (άμεσο δάνειο) γερμανική Chromosom < χρωμο- + σῶμα[1][2]
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /xɾoˈmo.so.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χρω‐μό‐σω‐μα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
χρωμόσωμα ουδέτερο
- (βιολογία) σωματίδιο του κυτταρικού πυρήνα, που περιέχει τα γονίδια και αποτελείται από DNA και πρωτεΐνες
Συνώνυμα
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
χρωμόσωμα
|
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ χρωμόσωμα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)