πυρήνας
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | πυρήνας | οι | πυρήνες |
γενική | του | πυρήνα | των | πυρήνων |
αιτιατική | τον | πυρήνα | τους | πυρήνες |
κλητική | πυρήνα | πυρήνες | ||
όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- πυρήνας < (λόγιο) αρχαία ελληνική πυρήν
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
πυρήνας αρσενικό
- (φυσική) το κέντρο του ατόμου
- (βιολογία) (κυτταρολογία) μεγάλο σωματίδιο στο κέντρο του κυττάρου
- το κουκούτσι ενός καρπού, π.χ. ενός φρούτου ή της ελιάς (από τον οποίο παράγεται το πυρηνέλαιο)
- (συνεκδοχικά) η καύσιμη ύλη που παράγεται από τα κουκούτσια (π.χ. ελαιοκάρπου)
- το νοηματικό κέντρο, η ουσία, η "καρδιά" ενός ζητήματος
- η μικρότερη οργανωτική μονάδα ενός πολιτικού οργανισμού, π.χ. ενός κόμματος
- (υλικό υπολογιστή) core: ο μεμονωμένος επεξεργαστής μιας ΚΜΕ, που μπορεί να αποτελείται από έναν ή περισσότερους επεξεργαστές
- → δείτε τις λέξεις μονοπύρηνος και πολυπύρηνος
- (πληροφορική) (νεολογισμός) kernel: λογισμικό που αναλαμβάνει τον έλεγχο όλων των χαμηλού επιπέδου λειτουργιών του υπολογιστή, π.χ τη διαχείριση της μνήμης ή την επικοινωνία με συσκευές
- (πληροφορική) (νεολογισμός) core: το βασικό τμήμα ενός λογισμικού
- (αστρονομία) η κεντρική περιοχή ενός άστρου
Επεξεργασία
ΣύνθεταΕπεξεργασία
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
- πυρήνας στη Βικιπαίδεια
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
πυρήνας
πληροφορική, λογισμικό χαμηλού επιπέδου
πληροφορική, βασικό τμήμα ενός λογισμικού