kerno
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- kerno < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kerno | kernoj |
αιτιατική | kernon | kernojn |
kerno (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kerno | kernoj |
αιτιατική | kernon | kernojn |
kerno (eo)