κουκούτσι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κουκούτσι | τα | κουκούτσια |
γενική | του | κουκουτσιού | των | κουκουτσιών |
αιτιατική | το | κουκούτσι | τα | κουκούτσια |
κλητική | κουκούτσι | κουκούτσια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κουκούτσι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κουκούτσι(ν) < ιταλική cucuzza (κολοκύθι) (από τους σπόρους της κολοκυθιάς)
Ουσιαστικό
επεξεργασίακουκούτσι ουδέτερο
Σύνθετα
επεξεργασίαΕκφράσεις
επεξεργασία- μυαλό κουκούτσι/δεν έχει κουκούτσι μυαλό: είναι άμυαλος
- (καΐσι βερύκοκο) και το κουκούτσι αμύγδαλο:
- όλα μπορούν να αξιοποιηθούν
- (ειδικότερα) για κάποιον που δεν πετάει τίποτε
- (ειδικότερα) για κάτι που είναι νόστιμο (ή αξιόλογο) μέχρι και την τελευταία του λεπτομέρεια, όπως π.χ. μια ωραία κοπέλα