Ετυμολογία

επεξεργασία
καΐσι < (άμεσο δάνειο) τουρκική kaysı < οθωμανική τουρκική قیصی (βερίκοκο)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

καΐσι ουδέτερο

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Αβρ. Μαλιάκας, Λεξικόν Τουρκο-Ελληνικόν, Κωνσταντινούπολη, 1876, σελ. 553 [1]

  Μεταφράσεις

επεξεργασία