καΐσι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- καΐσι < (άμεσο δάνειο) τουρκική kaysı < οθωμανική τουρκική قیصی (βερίκοκο)
Ουσιαστικό επεξεργασία
καΐσι ουδέτερο
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
καΐσι
|