καϊσί
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | καϊσί | τα | καϊσιά |
γενική | του | καϊσιού | των | καϊσιών |
αιτιατική | το | καϊσί | τα | καϊσιά |
κλητική | καϊσί | καϊσιά | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ιά, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδί» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
καϊσί ουδέτερο
- άλλη μορφή του καΐσι
Μεταφράσεις επεξεργασία
καϊσί
|