πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το βερίκοκο τα βερίκοκα
      γενική του βερίκοκου των βερίκοκων
    αιτιατική το βερίκοκο τα βερίκοκα
     κλητική βερίκοκο βερίκοκα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
βερίκοκα

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. βερίκοκο -  Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
  2. βερίκοκο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  3. 1 2 3 Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
  4. βερίκοκκον - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
  5. Τι εστί βερίκοκο τελικά; sarantakos.wordpress.com