ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ βερίκοκκον τὰ βερίκοκκ
      γενική τοῦ βερικόκκου τῶν βερικόκκων
      δοτική τῷ βερικόκκ τοῖς βερικόκκοις
    αιτιατική τὸ βερίκοκκον τὰ βερίκοκκ
     κλητική ! βερίκοκκον βερίκοκκ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  βερικόκκω
γεν-δοτ τοῖν  βερικόκκοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
βερίκοκκον < πραικόκκιον < (άμεσο δάνειο) λατινική praecox (persicum=πρώιμο περσικό/ροδάκινο) < prae + coquo < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *pekʷ- (μαγειρεύω)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

βερίκοκκον, -ου ουδέτερο (ελληνιστική κοινή)

  1. (φρούτο) βερίκοκο
  2. (φυτό) βερικοκιά
    ※  Τὰ κυδώνια ἐγκεντρίζεται εἰς ὀξυάκανθον. ἡ μυρσίνη ἐνθεματίζεται εἰς ἰτέαν. τὸ βερίκοκκον ἐνθεματίζεται εἰς δαμασκηνόν, καὶ εἰς θάσιον. (Γεωπονικά, 10, 76, 6)

Παράγωγα

επεξεργασία