βερίκοκκον
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | βερίκοκκον | τὰ | βερίκοκκᾰ | ||||
γενική | τοῦ | βερικόκκου | τῶν | βερικόκκων | ||||
δοτική | τῷ | βερικόκκῳ | τοῖς | βερικόκκοις | ||||
αιτιατική | τὸ | βερίκοκκον | τὰ | βερίκοκκᾰ | ||||
κλητική ὦ! | βερίκοκκον | βερίκοκκᾰ | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | βερικόκκω | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | βερικόκκοιν | ||||||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- βερίκοκκον < πραικόκκιον < (άμεσο δάνειο) λατινική praecox (persicum=πρώιμο περσικό/ροδάκινο) < prae + coquo < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *pekʷ- (μαγειρεύω)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαβερίκοκκον, -ου ουδέτερο (ελληνιστική κοινή)
- (φρούτο) βερίκοκο
- (φυτό) βερικοκιά
- ※ Τὰ κυδώνια ἐγκεντρίζεται εἰς ὀξυάκανθον. ἡ μυρσίνη ἐνθεματίζεται εἰς ἰτέαν. τὸ βερίκοκκον ἐνθεματίζεται εἰς δαμασκηνόν, καὶ εἰς θάσιον. (Γεωπονικά, 10, 76, 6)
Παράγωγα
επεξεργασία- βερικόκκιον (υποκοριστικό)
Πηγές
επεξεργασία- βερίκοκκον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.