Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
praecox
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Λατινικά (la)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Αλλόγλωσσα παράγωγα
1.2.2
Κλίση
Λατινικά
(la)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
praecox
<
prae
+
coquo
<
πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα
*pekʷ- (
μαγειρεύω
)
Επίθετο
επεξεργασία
praecox
πρώιμος
πρόωρος
παράκαιρος
Αλλόγλωσσα παράγωγα
επεξεργασία
νέα ελληνική
:
βερίκοκο
Κλίση
επεξεργασία
ενικός
πληθυντικός
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
praecox
praecox
praecox
praecocēs
praecocēs
praecocia
γενική
praecocis
praecocis
praecocis
praecocium
praecocium
praecocium
δοτική
praecocī
praecocī
praecocī
praecocibus
praecocibus
praecocibus
αιτιατική
praecocem
praecocem
praecox
praecocēs
praecocēs
praecocia
κλητική
praecox
praecox
praecox
praecocēs
praecocēs
praecocia
αφαιρετική
praecocī
praecocī
praecocī
praecocibus
praecocibus
praecocibus
(Τριτόκλιτα επίθετα)