ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ πραικόκκιον τὰ πραικόκκι
      γενική τοῦ πραικοκκίου τῶν πραικοκκίων
      δοτική τῷ πραικοκκί τοῖς πραικοκκίοις
    αιτιατική τὸ πραικόκκιον τὰ πραικόκκι
     κλητική ! πραικόκκιον πραικόκκι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πραικοκκίω
γεν-δοτ τοῖν  πραικοκκίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πραικόκκιον < (άμεσο δάνειο) λατινική praecox (persicum πρώιμο περσικό/ροδάκινο) < prae + coquo < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *pekʷ- (μαγειρεύω)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

πραικόκκιον ουδέτερο (ελληνιστική κοινή)

  • (φρούτο) βερίκοκο
    ※  περὶ δὲ τῶν κοκκυμήλων τί δεῖ καὶ λέγειν; οὐδεὶς γὰρ ἀγνοεῖ τὴν ἀπόθεσιν αὐτῶν οὐκ ἐν Δαμασκῷ μόνον ἢ κατὰ τὴν Ἰβηρίαν ἀλλὰ καὶ παρ' ἡμῖν γιγνομένην. ὥστ' ὀλίγιστοι τῶν καρπῶν εἰσιν οἱ μὴ δυνάμενοι ξηρανθῆναι πλὴν πέπονες, ὡς ἔφην, καὶ μηλοπέπονες τά τ' Ἀρμενιακὰ καὶ τὰ Περσικὰ καὶ πραικόκκια παρὰ Ῥωμαίοις ὀνομαζόμενα. (Γαληνός, Περί εὐχημίας καὶ κακοχυμίας 6, 785)

Άλλες γραφές

επεξεργασία

Άλλες μορφές

επεξεργασία