Ετυμολογία

επεξεργασία
coquo < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *pekʷ- (=μαγειρεύω) (συγγενές με το σανσκριτικό पचति (pácati) και το αρχαιοελληνικό πέσσω)

coquo

  1. μαγειρεύω
  2. ψήνω

Συγγενικά

επεξεργασία

Αλλόγλωσσα παράγωγα

επεξεργασία