Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βερικοκιά οι βερικοκιές
      γενική της βερικοκιάς των βερικοκιών
    αιτιατική τη βερικοκιά τις βερικοκιές
     κλητική βερικοκιά βερικοκιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Βερικοκιά με ώριμους καρπούς.

  Ετυμολογία επεξεργασία

βερικοκιά < μεσαιωνική ελληνική βερικοκκία < βερίκοκκον + -ία > -ιά

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ve.ɾi.koˈca/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βε‐ρι‐κο‐κιά

  Ουσιαστικό επεξεργασία

βερικοκιά θηλυκό

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Υπώνυμα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία