βερικοκιά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | βερικοκιά | οι | βερικοκιές |
γενική | της | βερικοκιάς | των | βερικοκιών |
αιτιατική | τη | βερικοκιά | τις | βερικοκιές |
κλητική | βερικοκιά | βερικοκιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- βερικοκιά < μεσαιωνική ελληνική βερικοκκία < βερίκοκκον + -ία > -ιά
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ve.ɾi.koˈca/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βε‐ρι‐κο‐κιά
Ουσιαστικό
επεξεργασίαβερικοκιά θηλυκό
- (δέντρο) φυλλοβόλο δέντρο (του είδους Prunus armeniaca) με πλατιά αβγοειδή φύλλα και άσπρα ή ροζ άνθη, που παράγει καρπό το βερίκοκο
Άλλες μορφές
επεξεργασία- βερικοκκιά, βερικουκιά
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη βερίκοκο
Υπώνυμα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- βερικοκιά στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία βερικοκιά
Πηγές
επεξεργασία- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .