φυλλοβόλος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | φυλλοβόλος | η | φυλλοβόλα | το | φυλλοβόλο |
γενική | του | φυλλοβόλου | της | φυλλοβόλας | του | φυλλοβόλου |
αιτιατική | τον | φυλλοβόλο | τη | φυλλοβόλα | το | φυλλοβόλο |
κλητική | φυλλοβόλε | φυλλοβόλα | φυλλοβόλο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | φυλλοβόλοι | οι | φυλλοβόλες | τα | φυλλοβόλα |
γενική | των | φυλλοβόλων | των | φυλλοβόλων | των | φυλλοβόλων |
αιτιατική | τους | φυλλοβόλους | τις | φυλλοβόλες | τα | φυλλοβόλα |
κλητική | φυλλοβόλοι | φυλλοβόλες | φυλλοβόλα | |||
Το θηλυκό έχει και λόγιους τύπους, όμοιους με το αρσενικό | ||||||
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαφυλλοβόλος, -ος/-α, -ο