φυλλοβολία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- φυλλοβολία < αρχαία ελληνική φυλλοβολία
Ουσιαστικό επεξεργασία
φυλλοβολία θηλυκό
- ρίχνω τα φύλλα μου (για δέντρα), φυλλοβόλημα, φυλλοβολή
- (παλαιότερα) ρίψη φύλλων στο δρόμο για να τιμηθούν εκείνοι που περνούσαν
Μεταφράσεις επεξεργασία
φυλλοβολία
|