Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
φυλλοβολή
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
φυλλοβολ
ή
οι
φυλλοβολ
ές
γενική
της
φυλλοβολ
ής
των
φυλλοβολ
ών
αιτιατική
τη
φυλλοβολ
ή
τις
φυλλοβολ
ές
κλητική
φυλλοβολ
ή
φυλλοβολ
ές
Κατηγορία
όπως «
ψυχή
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
φυλλοβολή
<
φυλλοβολώ
Ουσιαστικό
επεξεργασία
φυλλοβολή
θηλυκό
η
πτώση
ή
ρίψη
των φύλλων των φυτών
Συνώνυμα
επεξεργασία
φυλλοβόλημα
φυλλοβολία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
φυλλοβολή
αγγλικά
:
deciduousness
(en)