πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική morela morele
γενική moreli morel / moreli
δοτική moreli morelom
αιτιατική morelę morele
οργανική morelą morelami
τοπική moreli morelach
κλητική morelo morele

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /mɔˈrɛla/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

morela (pl) θηλυκό

  1. η βερικοκιά
  2. το βερίκοκο