αβγοειδής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | αβγοειδής | η | αβγοειδής | το | αβγοειδές |
γενική | του | αβγοειδούς* | της | αβγοειδούς | του | αβγοειδούς |
αιτιατική | τον | αβγοειδή | την | αβγοειδή | το | αβγοειδές |
κλητική | αβγοειδή(ς) | αβγοειδής | αβγοειδές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | αβγοειδείς | οι | αβγοειδείς | τα | αβγοειδή |
γενική | των | αβγοειδών | των | αβγοειδών | των | αβγοειδών |
αιτιατική | τους | αβγοειδείς | τις | αβγοειδείς | τα | αβγοειδή |
κλητική | αβγοειδείς | αβγοειδείς | αβγοειδή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
- αβγοειδής < αβγό + -ειδής ((μεταφραστικό δάνειο) αρχαία ελληνική ᾠοειδής)
Επίθετο επεξεργασία
αβγοειδής, -ής, -ές
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αβγοειδής
→ δείτε τη λέξη ωοειδής |